ευεργετώ — ευεργετώ, ευεργέτησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ευεργετώ — ευεργέτησα, ευεργετήθηκα, ευεργετημένος, κάνω κάτι ωφέλιμο, δίνω χρηματική βοήθεια σε κάποιον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐεργετῶ — εὐεργετέω to be a benefactor pres subj act 1st sg (attic epic doric) εὐεργετέω to be a benefactor pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσευεργετώ — έω, Α [εὐεργετῶ] ευεργετώ κάποιον επί πλέον … Dictionary of Greek
συνευεργετώ — έω, ΜΑ [εὐεργετῶ] ευεργετώ κάποιον σε συνεργασία με άλλον … Dictionary of Greek
αγαθοεργώ — ἀγαθοεργῶ και ουργῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοεργός] κάνω καλές πράξεις, ασκώ τη φιλανθρωπία χωρίς να ελπίζω σε αντάλλαγμα ή ανταπόδοση από αυτόν που βοηθώ, είμαι φιλάνθρωπος, ευεργετώ … Dictionary of Greek
αγαθοποιώ — ἀγαθοποιῶ ( έω) (Α) [ἀγαθοποιός] 1. κάνω καλό σε κάποιον, ευεργετώ 2. καθιστώ κάτι καλό 3. ασκώ ευεργετική επίδραση … Dictionary of Greek
αγαθύνω — ἀγαθύνω (ΑΜ) [ἀγαθός] μσν. καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω αρχ. 1. τιμώ, μεγαλύνω, δοξάζω 2. κοσμώ, στολίζω, καλλωπίζω 3. είμαι, φαίνομαι ή γίνομαι αγαθός, ευεργετικός σε κάποιον 4. γίνομαι καλός 5. καθιστώ, κάνω κάτι καλό 6. κάνω το καλό,… … Dictionary of Greek
αγαθώ — ἀγαθῶ ( όω) (Α) [ἀγαθός] ευεργετώ … Dictionary of Greek
αλληλευεργετούμαι — ( έομαι) και αλληλο ευεργετούμαι από κάποιον και συγχρόνως τόν ευεργετώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + ευεργετούμαι] … Dictionary of Greek